βίρα

βίρα
1. (ως ναυτ. όρος) τράβα, σήκωσε ψηλά
2. (ως επίρρ.) διαρκώς, συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vira, προστ. του ρ. virare «στρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βίρα — (λ. ιταλ.), επιφ. που εκφράζει προσταγή, τράβα, σήκωνε: Βίρα τις άγκυρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Zaharias Karounis — Zaharías Karoúnis Zaharías Karoúnis (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université… …   Wikipédia en Français

  • Zaharías Karoúnis — (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université d’Athènes et prépare un doctorat de… …   Wikipédia en Français

  • αίρε — Ναυτ. κέλευσμα που τό χρησιμοποιούσαν παλαιότερα κυρίως στο πολεμικό ναυτικό για την έπαρση σήματος ή σημαίας, άρση τών πανιών, κεραίας ή σκότας κ.λπ. καθώς και για την ύψωση προς τα επάνω τής προτομής τών ναυτικών πυροβόλων. Γενικότερα είχε την… …   Dictionary of Greek

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”